- μυωπίζω
- μυωπίζω (ΑΜ) [μύωψ (II)]1. (για ζώο) κεντώ με το σπιρούνι («μυωπίζειν τε καὶ μαστιγοῡν τὸν ἵππον», Ξεν.)2. μτφ. παρακινώ, ερεθίζω, υποκινώ κάποιον έντονααρχ.(το παθ.) μυωπίζομαι(για το άλογο και το βόδι) ενοχλούμαι, ερεθίζομαι από τον οίστρο, οιστρηλατούμαι, κεντρίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.